Wald - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Wald - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wald (disambiguation)

Wald         
n. forest, woods, area of land covered with trees, woodland
dense forest      
dichter Wald
Waldensian      
n. Waldenser, Mitglied der Waldenser Kirche

Ορισμός

Wald
·noun A forest;
- used as a termination of names. ·see Weald.

Βικιπαίδεια

Wald

Wald is the German word for forest.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Wald
1. Spaziergänger müssen auf den Wald verzichten Das ist eine gefährliche Mischung, die auf Wald– und Wanderwege keine Rücksicht nimmt.
2. April 2006 Durch den Wald schrillen Trillerpfeifen.
3. An der spanischen Mittelmeerküste vernichteten Brände Wald und Buschland.
4. Haidmühle im Bayerischen Wald meldete dagegen kühle 4,3 Grad.
5. In Bayern warnten Meteorologen vor einem Spaziergang im Wald.